(Γιατί) Η Ευρώπη ξεμένει από φάρμακα

4/4/2023

 

 

Eρευνα-Κείμενο: Κώστας Ζαφειρόπουλος, Νίκος Μορφονιός, Ιωάννα Λουλούδη (MIIR)

Ανάλυση-οπτικοποίηση δεδομένων: Κορίνα Πετρίδη

Εικονογράφηση: Λουίζα Καραγεωργίου

 

Στις 15 Δεκεμβρίου 2022 ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ανακοίνωσε πως σχεδόν κάθε χώρα της Ευρώπης αντιμετωπίζει κενά στον εφοδιασμό φαρμάκων. Ήταν δεδομένο πως έρχεται ένας δύσκολος χειμώνας για τις ευρωπαϊκές χώρες με την πανδημία του κορονοϊού και τις διάφορες εποχιακές ιώσεις να δοκιμάζουν εκ νέου τα συστήματα υγείας. Αυτό που συνέβη όμως με τα φάρμακα φέτος ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη.

«Για να είμαι ειλικρινής, αυτό που συνέβη αυτό το χειμώνα, ήταν πως τα ευρωπαϊκά κράτη αιφνιδιάστηκαν πάρα πολύ από την τόσο μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, ειδικά για τα αντιβιοτικά» παραδέχεται στο ΜΙΙR ο Στέφεν Θέρστραπ, επικεφαλής αξιωματούχος υγείας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ), του αρμόδιου οργάνου που εγγυάται την επιστημονική αξιολόγηση, την εποπτεία και την παρακολούθηση της ασφάλειας φαρμάκων στην ΕΕ.

Από το 2000 μέχρι το 2018 στην Ευρώπη είχαν ήδη αυξηθεί κατά 20 φορές οι καταγεγραμμένες ελλείψεις φαρμάκων. Μοιάζει με μια ασθένεια που χειροτερεύει κάθε χρόνο χωρίς να υπάρχει -ακόμα- θεραπεία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση χρησιμοποιήθηκαν ως βολική δικαιολογία σε διάφορες χώρες ώστε οι πολιτικές ηγεσίες να επιχειρήσουν να μασκαρέψουν την εικόνα. Όμως το πρόβλημα μοιάζει να έχει και άλλες, διαχρονικές αιτίες.  

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Φαρμακευτικής Ενωσης (PGEU) του 2022, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που απάντησαν  στην έρευνα (σ.σ. φαρμακευτικά επιμελητήρια και ενώσεις φαρμακείων 29 χωρών της Ευρωπαϊκής περιοχής) αντιμετώπισαν ελλείψεις φαρμάκων στα φαρμακεία τους τελευταίους 12 μήνες. Η πλειονότητα των χωρών ανέφερε ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε σε σύγκριση με τους προηγούμενους 12 μήνες (75,86%) ή παρέμεινε η ίδια (24,14%). Καμία χώρα δεν κατέγραψε βελτίωση.

«Η μη διαθεσιμότητα φαρμάκων αυξάνεται στην Ευρώπη και έχει τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στους ασθενείς. Οι ελλείψεις φαρμάκων εμφανίζονται σε όλα τα περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης και αφορούν τόσο βασικά φάρμακα που σώζουν ζωές όσο και φάρμακα που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά. Οι φαρμακοποιοί της κοινότητας ανησυχούν πολύ για αυτό το φαινόμενο, το οποίο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία των ασθενών. Επιπλέον, τα φαρμακεία και οι φαρμακοποιοί επενδύουν πολλούς πόρους για την αντιμετώπιση των ελλείψεων, γεγονός που συνιστά όχι μόνο οικονομική επιβάρυνση αλλά και απώλεια ευκαιρίας να αφιερώσουν χρόνο σε άλλες εργασίες με επίκεντρο τον ασθενή και να βελτιώσουν την ποιότητα της περίθαλψης» αναφέρει στο MIIR  η Ιλάρια Πασαράνι, γενική γραμματέας της PGEU. Κατά μέσο όρο κάθε φαρμακείο στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφιερώνει 6,3 ώρες την εβδομάδα αναζητώντας φάρμακα που λείπουν . Σε κάποιες χώρες αυτό το νούμερο φτάνει τις 20 ώρες την εβδομάδα.

«Η τρέχουσα κατάσταση είναι ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να αναφέρουν ελλείψεις. Αυτό παρατηρείται στις 28 από τις 30 χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Και το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο αν με ρωτούσατε και πριν από δύο εβδομάδες» επισημαίνει στο MIIR ο Στέφεν Θέρστραπ του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων.

Ποιές χώρες όμως καταγράφουν τις μεγαλύτερες ελλείψεις φαρμάκων τα τελευταία χρόνια; Είναι αξιόπιστα τα στοιχεία; Ποιοί είναι οι πραγματικοί λόγοι που αδυνατούμε ολοένα και περισσότερο να βρούμε στα φαρμακεία τα φάρμακα που συνταγογραφεί ο γιατρός μας; Ποιές κατηγορίες φαρμάκων, ποιές δραστικές ουσίες και κυρίως για ποιό λόγο λείπουν;  Οι απαντήσεις δεν είναι μονοσήμαντες, είναι συχνά δυσεύρετες και δεν είναι πάντα κοινές για όλες τις χώρες.

Ανομοιογένεια στις καταγραφές 

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει μέχρι στιγμής μία ομογενοποιημένη βάση δεδομένων καταγραφής -στην ίδια γλώσσα- των ελλείψεων φαρμάκων με δεδομένα που να φαίνονται σε πραγματικό χρόνο. Δεν υπάρχει καν μια οριστική ευρωπαϊκή συμφωνία για το πώς ορίζεται η έλλειψη. Αρκετά ευρωπαϊκά κράτη έχουν υιοθετήσει τον ορισμό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων EMA (2019): «έλλειψη ενός φαρμάκου για ανθρώπινη ή κτηνιατρική χρήση εμφανίζεται όταν η προσφορά δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση σε εθνικό επίπεδο». 

Οι εκτιμήσεις για την πραγματική διάρκεια των ελλείψεων είναι συχνά δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια εξαιτίας κενών και αναντιστοιχιών που περιλαμβάνονται στα μητρώα των εθνικών οργανισμών φαρμάκων. Πολλές καταχωρήσεις μάλιστα δεν παρέχουν μια (εκτιμώμενη) ημερομηνία λήξης για την κάθε έλλειψη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν την τελευταία πενταετία μόλις να συλλέγουν τυποποιημένες πληροφορίες για τις ελλείψεις. Υπάρχουν επίσης αξιοσημείωτες διαφορές στις υποχρεώσεις κοινοποίησης μιας έλλειψης. Για παράδειγμα, στη Δανία γίνονται ειδοποιήσεις που αναφέρονται μόνο σε «σοβαρές» ελλείψεις, ενώ στη Σουηδία μόνο ελλείψεις με αναμενόμενη διάρκεια άνω των τριών εβδομάδων απαιτούν ειδοποίηση του συστήματος.

Υπάρχουν χώρες που δεν έχουν καν διαθέσιμη ιστοσελίδα καταγραφής ενώ σε άλλες η βάση περιέχει μαζί φάρμακα για ανθρώπινη χρήση, νοσοκομειακά, κτηνιατρικά και εμβόλια. Επιπλέον όλες οι χώρες δεν αναρτούν με τον ίδιο τρόπο τα στοιχεία τους. Για παράδειγμα ο ελληνικός ΕΟΦ δεν δημοσιοποιεί κάθε χρόνο τις ελλείψεις, δεν αναφέρει την κατηγοριοποίηση του φαρμάκου και δεν δίνει συστηματικά το χρονικό διάστημα που λείπουν τα φάρμακα. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ απέχουν επίσης πολύ από την εναρμόνιση των προτύπων καταγραφής και κοινοποίησης των ελλείψεων, στοιχείο που εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συγκριτική ανάλυση μεταξύ των χωρών.

Αναζητήσαμε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) αν διαθέτει συγκεντρωμένα τα δεδομένα για όλες τις χώρες, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική. O EMA μας παρέπεμψε στις ιστοσελίδες των εθνικών οργανισμών φαρμάκων.

«Ορισμένα κράτη διαθέτουν ένα πολύ λεπτομερές δίκτυο συλλογής πληροφοριών από κοινοτικά φαρμακεία, και από νοσοκομειακά φαρμακεία. Άλλα δεν το έχουν όλοι στον ίδιο βαθμό. Κάποια κράτη διαθέτουν εξελιγμένα συστήματα πληροφορικής για να εξετάσουν την προσφορά και τη ζήτηση, και ως εκ τούτου μπορούν να ανταποκριθούν πολύ πιο γρήγορα» μας εξηγεί ο Στέφεν Θέρστραπ του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, ελπίζοντας αυτό το κενό στο μέλλον να γεφυρωθεί. 

Επιχειρώντας να καλύψει εν μέρει αυτό το κενό πληροφόρησης, η δημοσιογραφική ομάδα του MIIR μαζί με τις συνεργαζόμενες δημοσιογραφικές ομάδες του EDJNET αναζήτησε -μέσα σε μια περίοδο 3 μηνών -στοιχεία και κατάφερε να δημιουργήσει μια-όσο το δυνατόν ομογενοποιημένη- βάση δεδομένων για τις ελλείψεις φαρμάκων στην Ευρώπη. Καταγράψαμε 22.107 διαφορετικές καταχωρήσεις μέσα σε μια πενταετία (2018-2023) σε ένα σύνολο 9 ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σλοβενία, Τσεχία, Ελλάδα, Ρουμανία, Αυστρία, Βέλγιο) από τις οποίες κατέστη εφικτό να συγκεντρώσουμε αξιόπιστα δεδομένα, είτε μέσω άντλησης στοιχείων από αναρτημένους πίνακες στους εθνικούς οργανισμούς φαρμάκων είτε μέσω αιτημάτων παροχής στοιχείων. Σε αρκετές από τις παραπάνω χώρες εντοπίσαμε την κατηγοριοποίηση του φαρμάκου (ATC), τη δραστική ουσία, την εταιρεία που διακινεί το προϊόν, τη χρονική στιγμή κατά την οποία ξεκίνησε η έλλειψη, την ημερομηνία που σταμάτησε αλλά και τις αιτίες της διακοπής κυκλοφορίας.

Βασικά Συμπεράσματα

Από το σύνολο των παραπάνω 9 χωρών για την τελευταία πενταετία (2018-2023), αθροίζοντας τις νέες ελλείψεις κάθε έτους, προκύπτει για τα ανθρώπινα φάρμακα ότι η Ιταλία καταγράφει αθροιστικά τις περισσότερες ελλείψεις σε απόλυτο αριθμό (10.843) σε πολύ μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη Τσεχία (2.696) και την τρίτη Γερμανία (2.355). Τελευταία με τις λιγότερες καταγραφές ελλείψεων σε απόλυτο αριθμό εμφανίζεται η Ελλάδα (389).

Αντιστοίχως, καταγράφηκαν 371 ελλείψεις εμβολίων (σ.σ. γενικών όχι covid) στις εξεταζόμενες χώρες το διάστημα 2018-2023, με πρώτη την Ιταλία (144 ελλείψεις εμβολίων) και στη συνέχεια τη Γερμανία (102) και την Τσεχία (57). Τις λιγότερες ελλείψεις κατέγραψε το Βέλγιο (8).

Ομως ο απόλυτος αριθμός των φαρμάκων και των εμβολίων σε έλλειψη δεν είναι πάντα ο ασφαλέστερος τρόπος για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα καθώς δεν καταγράφουν όλες οι χώρες με την ίδια συνέπεια και τα ίδια κριτήρια τα αποθέματά τους. Επιπλέον πρόκειται για διαφορετικούς πληθυσμούς αναφοράς, χώρες με διαφορετικό επίπεδο ζήτησης ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη και το διαφορετικό φαρμακευτικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών.

Ο ασφαλέστερος δείκτης καταγραφής που περιγράφει καλύτερα την εικόνα σε κάθε χώρα είναι η χρονική διάρκεια για την οποία ένα φάρμακο δεν είναι διαθέσιμο.Προκειμένου να διαπιστώσουμε τη μέση διάρκεια των ελλείψεων στις ευρωπαϊκές χώρες που εξετάσαμε, αποκλείσαμε τις ακραίες τιμές, υπολογίζοντας τον διάμεσο.Από τις 22.107 καταχωρήσεις φαρμάκων που επεξεργαστήκαμε συνολικά, είχαμε στοιχεία για τη διάρκεια των 16.945. Η ευρωπαϊκή μέση διάρκεια των ελλείψεων με βάση αυτές είναι 94 μέρες, χρειάζονται δηλαδή περίπου τρεις μήνες για να επανέλθει ένα φάρμακο στην αγορά.

Από την ανάλυση του MIIR στις χώρες στις οποίες συγκεντρώθηκαν τα συγκεκριμένα δεδομένα προκύπτει πως η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη διάμεση διάρκεια στις ελλείψεις (130 μέρες) και ακολουθεί η Γερμανία (120 μέρες) και τρίτη το Βέλγιο με 103 μέρες. Η Τσεχία μπορεί να ήταν δεύτερη σε απόλυτους αριθμούς ελλείψεων ομως έχει τη μικρότερη χρονική διάρκεια που αυτά τα φάρμακα παραμένουν ελλειπτικά. (41 μέρες)

Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ελλείψεων σε εμβόλια, αποκλείοντας πάλι τις ακραίες τιμές, ανέρχεται σε 84 ημέρες, λιγότερες από ότι στα φάρμακα.
Ως προς τα εμβόλια, τη μεγαλύτερη διάμεση διάρκεια ελλείψεων έχει η Ιταλία (111 μέρες), η Γερμανία (68 μέρες) και η Τσεχία (66).

Η πληρέστερη μελέτη που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια για τις ελλείψεις των φαρμάκων ήταν εκείνη του συμβουλευτικού οργανισμού Technopolis Group για λογαριασμό της ΕΕ (Future-proofing pharmaceutical legislation —study on medicine shortages) η οποία δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2021. Σε εκείνη την έρευνα πρωταθλήτριες των ελλειπτικών φαρμάκων για το έτος 2019 ήταν η  Ολλανδία και η Πορτογαλία (σ.σ. πάνω από 1600 διαφορετικά φάρμακα). Αντίθετα, εκείνη τη χρονιά η Αυστρία, η Κροατία, η Ισλανδία και η Ελλάδα κατέγραψαν λιγότερες από 100 ελλείψεις, που αφορούσαν 60 ή και λιγότερα διαφορετικά φάρμακα. 

Διαπιστώθηκε στην ίδια έρευνα ότι η μέση διάρκεια σε όλες τις ειδοποιήσεις ήταν 137 ημέρες και ότι το 66% όλων των ελλείψεων επιλύθηκαν μέσα στους πρώτους τρεις μήνες. Η ελάχιστη διάρκεια έλλειψης ήταν μία ημέρα, η μέγιστη διάρκεια ήταν περίπου 13,5 χρόνια (!) και σχετίζεται με την αμοξυκιλλίνη η οποία παρουσίασε έλλειψη στην Ισπανία από τον Σεπτέμβριο του 2005 μέχρι και τον Μάρτιο του 2019. Η αμοξυκιλλίνη είναι και σήμερα μέσα στις δραστικές ουσίες που λείπουν περισσότερο από την ευρωπαϊκή αγορά. 

Σημειώνεται πάντως πως και στις 9 χώρες για τις οποίες συνελέχθησαν από το MIIR στοιχεία καταγράφονται πολύ σημαντικές αυξήσεις στις ελλείψεις το 2022 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.  Τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στον απόλυτο αριθμό των ελλείψεων φαρμάκων από το 2021 στο 2022 καταγράφει και με διαφορά η Ελλάδα , γεγονός που όμως οφείλεται στην πιθανή υποκαταγραφή του ΕΟΦ ή στην μη ανακοίνωση των πραγματικών ελλείψεων. Φαρμακευτικοί σύλλογοι στην Ελλάδα καταγγέλλουν πως οι πραγματικές ελλείψεις είναι πολύ περισσότερες από αυτές που δηλώνει ο ΕΟΦ.  

«Δεν είναι ουτε 80, ούτε 130 οι ελλείψεις. Είναι από 400 και πάνω. Αυτήν την εικόνα έχω εγώ σα φαρμακείο, το τι μου λέει ο ΕΟΦ, δε με νοιάζει. Βρίσκω λογικό κάθε κυβέρνηση να μη θέλει να εκτεθεί. Και εγώ αν ήμουν στη θέση της εκάστοτε κυβέρνησης αυτό θα έκανα. Θα έπαιρνα τηλέφωνο τον πρόεδρο και θα του έλεγα το πολύ 100 ελλείψεις πες ότι έχουμε. Δεν νομίζω ότι μπορείς να έχεις μια αντικειμενική άποψη από τον ΕΟΦ, οι πρόεδροί του είναι πάντα ορισμένοι από την εκάστοτε κυβέρνηση» δηλώνει στο MIIR o Kωνσταντίνος Λουράντος, επί 27 χρόνια πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής.

Στα πλαίσια της έρευνας επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά και στείλαμε επανειλημμένως γραπτά ερωτήματα στον πρόεδρο του ΕΟΦ Δ.Φιλίππου, χωρίς να λάβουμε καμία απάντηση.  

Ποιά φάρμακα λείπουν 

Σύμφωνα με την ανάλυση του MIIR, σε ένα σύνολο 6 χωρών (Γερμανία, Ισπανία, Ελλάδα, Αυστρία, Σλοβενία, Τσεχία), τα περισσότερα ελλειπτικά φάρμακα είναι αυτά που αφορούν το vευρικό σύστημα (1718 φάρμακα, 19,03% επί του συνόλου των ελλείψεων) και πρόκειται για αναισθητικά, ψυχότροπα, αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, αντιεπιληπτικά, αντιπαρκινσονικά, κα). Στη δεύτερη θέση είναι τα καρδιαγγειακά φάρμακα (1307, 14,48% επί του συνόλου των ελλείψεων) και στην τρίτη τα  αντιμολυσματικά για συστηματική χρήση – αντιβιοτικά (1126 φάρμακα, 12,47% επί του συνόλου). Στον αντίποδα σχεδόν μηδενικές ελλείψεις καταγράφονται στο ίδιο δείγμα στη κατηγορία των αντιπαρασιτικών,  εντομοκτόνων και εντομοαπωθητικών. 

Ανάλογη ήταν και η εικόνα της τελευταίας έκθεσης της Ευρωπαϊκής Φαρμακευτικής Ένωσης PGEU (2022) για το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, σύμφωνα με την οποία  τα καρδιαγγειακά φάρμακα ήταν ελλειπτικά στις περισσότερες χώρες (82,76%), ακολουθούμενα από φάρμακα για το νευρικό σύστημα και αντιμολυσματικά για συστηματική χρήση – αντιβιοτικά (79,31%) και φάρμακα για το αναπνευστικό σύστημα (75,86%).

Σε εκείνη την έρευνα σχεδόν όλες οι χώρες που απάντησαν ανέφεραν ότι οι ελλείψεις φαρμάκων προκαλούν αγωνία και ταλαιπωρία στους ασθενείς (93,10%), διακοπή των θεραπειών (89,66% των χωρών), αυξημένες συμπληρωματικές πληρωμές ως αποτέλεσμα πιο ακριβών και μη αποζημιούμενων από το κράτος εναλλακτικών λύσεων (72,41%) αλλά και κατώτερης αποτελεσματικότητας θεραπείες (58,62%).

«Ψάχνω επί 8 μήνες και δεν έχω καταφέρει να βρω το φάρμακό μου. Οι φαρμακοποιοί μου λένε κάνε υπομονή, μπορεί να έρθει αλλά δε ξέρουμε πότε» λέει στο MIIR η 25χρονη Ελευθερία που πάσχει από μια σπάνια μορφής ραχίτιδα. «Δε μου δίνουν καν μια εξήγηση για την αιτία, γιατί ξαφνικά σταμάτησε,  μόνο ακούω ότι είναι εισαγόμενο και οτι η πολυεθνική που το παράγει δεν το έχει στείλει» προσθέτει. Ως υποκατάστατο παίρνει ένα άλλο φάρμακο που δεν την καλύπτει πλήρως για την πάθηση ενώ κατόπιν συμβουλής του ενδοκρινολόγου της έχει προσαρμόσει τη διατροφή της για να καλύψει τις ουσίες που της λείπουν.
Η ίδια δουλεύει ως βρεφονηπιοκόμος σε σπίτια κρατώντας μικρά παιδιά. «Ειδικά φέτος το χειμώνα μου έλεγαν και οι γονείς ότι όχι μόνο απλά φάρμακα, αναπνευστικά και αντιβιοτικά για τις ιώσεις δεν βρίσκουν εύκολα, αλλά ακόμα και έναν απλό ορό» μας λέει.  

Η επίδραση του κορονοιου
 
Όλες οι έρευνες συγκλίνουν πως το πρόβλημα διογκώνεται και αφορά εκατομμύρια ασθενείς στην ευρωπαϊκή ήπειρο. «Στη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και στη μεταπανδημική εποχή, με το σύνδρομο post COVID να έχει επηρεάσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αυξήθηκαν οι ανάγκες για φάρμακα και θεραπείες. Το γεγονός αυτό αύξησε σε κάποιο βαθμό τις ελλείψεις φαρμάκων»  επισημαίνει η Ιουλία Τσέτη, Διευθύνουσα Σύμβουλος των ελληνικών Φαρμακοβιομηχανιών Uni-Pharma & InterMed και γενική γραμματέας του ΔΣ του ΣΕΒ. Δεν αρκεί όμως αυτή η εξήγηση.  Όπως εξηγεί η ίδια, «τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και η εξάρτηση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πρώτες ύλες από τρίτες χώρες, έκανε ακόμα πιο εκρηκτικό το πρόβλημα. Όπως και το στοιχείο, ότι χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα απαγόρευσαν την εξαγωγή πρώτων υλών για ίδιες ανάγκες τους, και αυτό, επέτεινε το πρόβλημα. Και είναι γνωστό πως όταν οι πρώτες ύλες είναι λίγες, η τιμή είναι υψηλή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ακόμη, ότι την ανεπάρκεια πρώτων υλών και την αύξηση του ενεργειακού κόστους ενίσχυσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, καθώς ο (άλλοτε) πλούσιος και επαρκέστατος σιτοβολώνας της Ουκρανίας, αποτελεί πρώτη ύλη για παραγωγή φαρμάκων. Δυστυχώς η Ευρώπη είναι εξαρτημένη από τρίτες χώρες και κάποια στιγμή, οφείλει να ανεξαρτητοποιηθεί, να αποκτήσει επάρκεια και αυτάρκεια πρώτων υλών».

Δε φταίει μόνο ο πόλεμος

Οι βαθύτερες αιτίες του προβλήματος είναι γενικά αποτέλεσμα διαφορετικών οικονομικών, κατασκευαστικών ή κανονιστικών αιτιών, υπογραμμίζει στο MIIR η  Ιλάρια Πασσαράνι, γενική γραμματέας της PGEU. Η ίδια τις συνοψίζει στα εξής:
«- Η ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένη φύση της φαρμακευτικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των Ενεργών Φαρμακευτικών Συστατικών(API), με την παραγωγή να συγκεντρώνεται σε λιγότερες τοποθεσίες που διανέμονται σε όλο τον κόσμο.
– Μετατοπίσεις στη ζήτηση, που προκύπτουν από πιο μακροπρόθεσμους παράγοντες όπως η δημογραφική αλλαγή, αλλά και από βραχυπρόθεσμους παράγοντες όπως η προσφορά φαρμάκων.
– Στρατηγικές τιμολόγησης, τόσο χαμηλές όσο και υψηλές, και ρυθμιστικές αλλαγές που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην προσφορά.
– Eπιβολή καθορισμένων ποσοστώσεων φαρμάκων από τη φαρμακοβιομηχανία, που συχνά δεν επαρκούν σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών·
-Κατάργηση του παραδοσιακού ρόλου των χονδρεμπόρων πλήρους γραμμής ως αποτέλεσμα των προγραμμάτων Direct to Pharmacy (DTP) σε ορισμένες αγορές.-Κατάργηση και  αναποτελεσματικότητα της υποχρέωσης τήρησης αποθεμάτων σε ορισμένες χώρες.
– Οι επιπτώσεις της δυναμικής της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς (π.χ. εξαγωγές)».

Η εξάρτηση και το σημείο τριβής 

Όπως προκύπτει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο η υπερβολική εξάρτηση από έναν μικρό αριθμό προμηθευτών για ενεργά φαρμακευτικά συστατικά και άλλες πρώτες ύλες έχει καταστήσει δύσκολο για τους κατασκευαστές να ανταποκριθούν στην τρέχουσα ζήτηση. Η Κίνα και η Ινδία μαζί αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 60% της προσφοράς ενεργών φαρμακευτικών συστατικών παγκοσμίως το 2020. Οι παράλληλες εξαγωγές θεωρούνται συχνά από φαρμακοποιούς και φαρμακοβιομηχανία ως μέρος του προβλήματος. «Είναι γεγονός ότι οι παράλληλες εξαγωγές μεγεθύνουν το πρόβλημα καθώς οι ακριβότερες τιμές των ίδιων προϊόντων σε χώρες της Ευρώπης, ωθούν τις φαρμακαποθήκες σε εξαγωγές για να επωφεληθούν της διαφοράς τιμής τους και κατ’ επέκταση να αυξήσουν την κερδοφορία τους» υποστηρίζει στο MIIR η Ιουλία Τσετή της Unipharma. 

Την ίδια ώρα πάντως σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι φαρμακοβιομηχανίες φαίνεται πως έχουν μειώσει τα αποθέματα που διατηρούν στις αποθήκες τους. Έτσι, όταν παρουσιάζεται κάποιο πρόβλημα σε ένα εργοστάσιο παραγωγής, τα αποθέματα δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες μέχρις ότου ξεπεραστεί το πρόβλημα και επανέλθει στο φυσιολογικό η παραγωγή φαρμάκων. 

Οι «παράλληλες εξαγωγές» αποτελούν σημείο τριβής μεταξύ φαρμακοβιομηχάνων και φαρμακέμπορων, αφού μέσω αυτών οι φαρμακαποθήκες αποκομίζουν ένα μέρος των κερδών της φαρμακοβιομηχανίας.Για αυτό το λόγο οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες ελέγχουν αυστηρά τις ποσότητες που δίνουν στις εγχώριες φαρμακαποθήκες, ώστε να περιορίσουν τις πιθανότητες εξαγωγής των προϊόντων τους και την απώλεια κερδών σε αναπτυγμένες αγορές με υψηλές τιμές. Όλα αυτά ωθούν όσους φαρμακοποιούς μπορούν να προμηθεύονται απευθείας φάρμακα από τις εταιρείες, οι οποίες όμως και πάλι δίνουν με το σταγονόμετρο. 

Τι κάνει όμως η Ευρώπη για να επιλύσει – έστω και καθυστερημένα- ένα πρόβλημα που μοιάζει με μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας σε ένα κλάδο με τεράστια ανταγωνιστικά συμφέροντα;
Μέσα στις επόμενες εβδομάδες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Επίτροπος Υγείας Στέλλα Κυριακίδου θα καταθέσουν τις πολυαναμενόμενες προτάσεις για την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας μετά από μια μακρά περίοδο διαλόγου με τη φαρμακευτική βιομηχανία, τις αρμόδιες κρατικές αρχές, τους επαγγελματίες υγείας, την ακαδημαϊκή κοινότητα και εκπροσώπους ασθενών.
«Αυτός ο διάλογος και η προκύπτουσα ανάλυση πολιτικής έδειξαν ότι οι ελλείψεις φαρμάκων έχουν μετατραπεί σε ένα συστηματικό πρόβλημα με πολυάριθμα αδύναμα σημεία, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης πολυπλοκότητας και εξειδίκευσης των αλυσίδων εφοδιασμού, της έλλειψης γεωγραφικής διαφοροποίησης της προμήθειας ορισμένων προϊόντων και της κανονιστικής πολυπλοκότητας» παραδέχεται εκπρόσωπος της Κομισιόν στο MIIR, υπογραμμίζοντας πως το νέο νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει «αυστηρότερες υποχρεώσεις προμήθειας, έγκαιρη κοινοποίηση ελλείψεων και αποσύρσεων και ενισχυμένη διαφάνεια των αποθεμάτων».

 

*Διαβάστε στο δεύτερο μέρος της έρευνας του MIIR : Οι παράλληλες εξαγωγές, ο ΕΟΦ και τα Greek Statistics των ελλείψεων στα φάρμακα.

Ταυτότητα έρευνας

Η διασυνοριακή έρευνα δεδομένων οργανώθηκε και συντονίστηκε από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (MIIR.gr – Mediterranean Institute for Investigative Reporting) στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δημοσιογραφίας Δεδομένων (EDJNet – European Data Journalism Network). H ανάλυση & οπτικοποίηση των δεδομένων υλοποιήθηκε από την Κορίνα Πετρίδη.

Στην έρευνα που διεξήχθη από τον Ιανουάριο 2023 ως τον Μάρτιο του 2023 συμμετείχαν ακόμη 6 μέλη του EDJNet: Deutsche Welle (Γερμανία), Il Sole 24 Ore (Ιταλία), PressOne (Ρουμανία), Deník Referendum (Τσεχία), El Orden Mundial (Ισπανία), Pod črto (Σλοβενία). Συνολικά συγκεντρώθηκαν στοιχεία από 9 χώρες.
Η έρευνα δημοσιεύεται σε δύο μέρη στo miir.gr και την Εφ.Συν.

Share This