Για εβδομάδες, η Ισπανία και η Ιταλία ήταν επίκεντρα της πανδημίας COVID-19. Οι υγειονομικές «άμυνές» τους περιείχαν ένα σημαντικό κενό: μεγάλες ελλείψεις προσωπικού και χαμηλές αναλογίες νοσηλευτών προς γιατρούς. Ταυτόχρονα, οι νοσηλευτές είχαν υψηλότερα ποσοστά μόλυνσης από τον γενικό πληθυσμό, κυρίως λόγω της έλλειψης προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού.

Κάθε βράδυ αυτήν την άνοιξη, όταν τα ρολόγια χτύπησαν οκτώ, χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη έβγαιναν να χειροκροτήσουν από τα μπαλκόνια τους, ως αναγνώριση της τεράστιας προσπάθειας των εργαζομένων στον τομέα της υγείας που αγωνίζονται ακόμα για να σώσουν τις ζωές χιλιάδων ασθενών.  Από το ξεκίνημα της πανδημίας, η Ευρώπη κατέγραψε πάνω από 1,5 εκατομμύριο περιπτώσεις. Ο COVID-19 σκότωσε τουλάχιστον 174.000 Ευρωπαίους. «Ήταν πολύ σκληροί μήνες. Αυτό που βίωσαν τα κέντρα υγείας είναι τρομακτικό», δηλώνει ο MaríaJosé García, εκπρόσωπος του SATSE, του μεγαλύτερου συνδικάτου νοσηλευτών της Ισπανίας. Ο García, ο οποίος εργάζεται στη Μαδρίτη, ήταν ένας από τους χιλιάδες εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης που ήταν στην πρώτη γραμμή κατά του ιού. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν κάνει μια τιτάνια προσπάθεια παρά την έλλειψη πόρων.

Ωστόσο, υπάρχει μια αόρατη γραμμή σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πριν από το χτύπημα του COVID-19, οι σκανδιναβικές και οι κεντροευρωπαϊκές χώρες είχαν το καλύτερα προετοιμασμένο υγειονομικό προσωπικό. Αν και ο αριθμός των κατά κεφαλήν γιατρών ήταν παρόμοιος με τη νότια Ευρώπη, ένας άλλος σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα διέφερε: οι νοσηλευτές. Οι χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης είχαν πολύ περισσότερες νοσοκόμες από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Γερμανία είχε σχεδόν 13 νοσηλευτές ανά χίλιους κατοίκους, παρόμοια με το Λουξεμβούργο (11.72), το Βέλγιο (10.96), τη Σουηδία (10.90), την Ολλανδία (10,88) ή τη Δανία (9,95).

Στο άλλο άκρο, η Ελλάδα είχε τον χαμηλότερο αριθμό, μόλις 3,31 νοσηλευτές ανά χίλιους κατοίκους το 2017. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, άλλες χώρες του Νότου είχαν επίσης μεγάλες ελλείψεις προσωπικού. Η Ισπανία, με 5,74 ειδικούς νοσηλευτικής ανά χίλιους κατοίκους, και η Ιταλία, με 5,80, ήταν πολύ πιο πιεσμένες σε σχέση με τους βόρειους γείτονές τους. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τόσο η Ισπανία όσο και η Ιταλία έγιναν επίκεντρα της υγειονομικής κρίσης. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ο COVID-19 έφερε, αποκάλυψε πιο ξεκάθαρα από ποτέ, μια από τις ιστορικές αδυναμίες των συστημάτων υγείας αυτών των χωρών: την έλλειψη νοσηλευτών. Όσο λιγότεροι οι νοσηλευτές ανά ασθενή τόσο χειρότερα τα αποτελέσματα, σύμφωνα με μελέτη που εξέτασε 300 νοσοκομεία σε εννέα ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ιταλία και η Ισπανία έχουν επίσης χαμηλότερες αναλογίες νοσηλευτών έναντι ιατρών. Γενικά, οι σκανδιναβικές χώρες και οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης αγγίζουν τον μέσο όρο που του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε αυτόν τον τομέα. Αντιθέτως, η Ιταλία είχε 1,45 και στην Ισπανία η αναλογία ήταν παρόμοια: 1,48. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο αριθμός των γιατρών και στις δύο χώρες είναι παρόμοιος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σε αντίθεση με τον αριθμό του νοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο είναι πολύ λιγότερο στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. «Το σύστημα υγείας μας εστιάζει περισσότερο στην θεραπεία παρά στη φροντίδα ή την πρόληψη ασθενειών», εξηγεί η MarRocha, εκπρόσωπος του Επίσημου Κολλεγίου Νοσηλευτικής της Μαδρίτης (CODEM, στα Ισπανικά).

Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στα κέντρα φροντίδας. «Τα κέντρα φροντίδας για εξαρτώμενα άτομα, όχι μόνο για τους ηλικιωμένους, είχαν πάντα πολύ κακή αναλογία», λέει η Rocha. «Αν ιστορικά στον τομέα της υγείας υπάρχει λιγοστό νοσηλευτικό προσωπικό, στην κοινωνική υγεία είμαστε σχεδόν μόνοι. Αυτή η πανδημία έχει κάνει αυτή την έλλειψη ορατή και έχει καταστρέψει τους κατοίκους (των κέντρων)», τονίζει. Από τις 10 Ιουνίου, περίπου 20.000 κάτοικοι ισπανικών γηροκομείων είχαν πεθάνει από το COVID-19 ή με τα συμπτώματά του.

– Δείτε όλες τις λεπτομέρειες στη μεθοδολογία.

«Υπάρχει ενδημική έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού», λέει η García, εκπρόσωπος του συνδικάτου Ισπανών νοσηλευτών. Η Barbara Mangiacavalli, πρόεδρος της Εθνικής Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Νοσηλευτών (FNOPI) δηλώνει ότι στην Ιταλία η κατάσταση είναι παρόμοια. Το ιταλικό Ελεγκτικό Συνέδριο ανέφερε πρόσφατα σε έκθεσή του ότι οι χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη οδήγησαν σε μείωση του προσωπικού που εργάζεται στην υγειονομική περίθαλψη, και ιδιαίτερα αυτό αφορά νοσηλευτικό προσωπικό. Η Ιταλία θα χρειαστεί να προσθέσει μεταξύ 53.000 και 54.000 νοσηλευτών για να φτάσει το ευρωπαϊκό μέσο ποσοστό νοσηλευτών αναλογικά με τον πληθυσμό, σύμφωνα με το FNOPI. Στην Ισπανία, η έλλειψη κυμαίνεται μεταξύ 88.000 και 125.000 νοσηλευτών, σύμφωνα με την συνδικάτο νοσηλευτικού προσωπικού SATSE και το επίσημο κολέγιο νοσηλευτικής της Μαδρίτης, CODEM. Ο ΟΟΣΑ έχει επίσης επισημάνει την έλλειψη νοσηλευτών και στις δύο χώρες.

«Ιστορικά, οι νοσηλευτές είχαν πολύ μικρή ορατότητα», λέει η Ρόχα, εκπρόσωπος του επίσημου νοσηλευτικού κολεγίου της Μαδρίτης, η οποία «μεταφράζεται σε έλλειψη κοινωνικής αναγνώρισης». «Οι περισσότεροι άνθρωποι μας θεωρούν προσωπικό που λαμβάνουμε εντολές ιατρών σε νοσοκομεία και κέντρα περίθαλψης αλλά αυτό δεν ισχύει» λέει η Garcia. Οι νοσοκόμες οδηγούν τη φροντίδα των ασθενών και βρίσκονται σε άμεση επαφή μαζί τους σε συνεχή βάση, λέει η Rocha. Η εργασία τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 έχει πολλαπλασιαστεί ραγδαία. «Πέρα από την υγειονομική περίθαλψη, ο ρόλος μας ήταν να μην αφήνουμε ποτέ κανέναν ασθενή μόνο », λέει η Mangiacavalli.

- See all details in the methodology.

Οι νοσηλευτές στο μάτι του κυκλώνα

Αυτό εξηγεί γιατί οι νοσηλευτές, όπως και άλλοι εργαζόμενοι στην υγειονομική περίθαλψη, είχαν υψηλότερα ποσοστά μόλυνσης από τον γενικό πληθυσμό. Στις αρχές Απριλίου, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποίησε ότι το 10% όλων των λοιμώξεων στην Ευρώπη ήταν εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας. Λίγο αργότερα, στα τέλη Απριλίου, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) δημοσίευσε ορισμένα αποκαλυπτικά στοιχεία: το 20% των ατόμων με COVID-19 στην Ισπανία ήταν εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας. Στην Ιταλία το ποσοστό ήταν 10%, αν και σε ορισμένες από τις περιοχές που πλήττονταν περισσότερο, όπως η Λομβαρδία, το ποσοστό των μολυσμένων εργαζομένων στην υγειονομική περίθαλψη έφτασε το 20%.

Επειδή οι εργαζόμενες στην υγειονομική περίθαλψη είναι συντριπτικά γυναίκες, οι γυναίκες υποφέρουν από υψηλότερα ποσοστά COVID-19. Στις αρχές Ιουνίου, το 70% των Ιταλών εργαζομένων στον τομέα της υγείας με COVID-19, ήταν γυναίκες, αναφέρει το Istituto Superiore di Sanità, ενώ το 76% των Ισπανών εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης με COVID-19 ήταν επίσης γυναίκες. Αλλά μόνο το 56% του γενικού πληθυσμού στην Ισπανία με COVID-19, ήταν γυναίκες. Γιατί αυτή η διαφορά; Σύμφωνα με τη Eurostat, το 78% όλων των εργαζομένων στον τομέα της υγείας είναι γυναίκες και η αναλογία είναι ακόμη υψηλότερη στη νοσηλευτική. «Ήταν ένα εξαιρετικά θηλυκό επάγγελμα από την αρχή του», λέει η Rocha.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν προσφέρει αρκετές πιθανές εξηγήσεις για το υψηλότερο ποσοστό μόλυνσης μεταξύ των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, το Υπουργείο Υγείας την αποδίδει στα υψηλότερα ποσοστά διαγνωστικών δοκιμών μεταξύ των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, τη μεγαλύτερη έκθεση στον ιό κατά την εργασία και την αρχική άγνοια για ασυμπτωματική μετάδοση. Ωστόσο, δεν αναφέρουν το πρόβλημα που οι επαγγελματικές οργανώσεις ισχυρίζονται πως προκάλεσαν τις λοιμώξεις: την έλλειψη εξοπλισμού ατομικής προστασίας.

«Δεν είμαστε ήρωες, δεν φορούμε κάπα και δεν έχουμε υπερδυνάμεις. Γι ‘αυτό έχουμε τα ποσοστά μόλυνσης που έχουμε», λέει η Garcia. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη στην Ισπανία, κατά τις πρώτες εβδομάδες της επιδημίας, οι εργαζόμενοι αντιλήφθηκαν ιδιαίτερα την έλλειψη διαθεσιμότητας προστατευτικών μασκών με φίλτρο τόσο στα νοσοκομεία όσο και στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. «Δεν έχω γνωρίσει ποτέ έναν πυροσβέστη που πηγαίνει σε ένα φλεγόμενο σπίτι χωρίς προστασία, αλλά οι κυβερνήσεις ζήτησαν από τις νοσοκόμες να πάνε στις μονάδες COVID χωρίς καμία προστασία και να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους. Αυτό είναι απαράδεκτο», λέει ο Paul De Raeve, γενικός γραμματέας της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Νοσηλευτικών Συλλόγων (EFN).

Από τις 29 Μαΐου, 51.482 Ισπανοί επαγγελματίες υγείας είχαν μολυνθεί με κορονοϊό. Το ίδιο συνέβη και στην Ιταλία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της FNOPI, περίπου 13.000 νοσηλευτικού προσωπικού στην Ιταλία μολύνθηκαν με το COVID-19, σχεδόν οι μισές από τους 30.000 εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που μολύνθηκαν σε αυτήν τη χώρα. «Σαράντα πέθαναν από COVID-19, και αυτό παρά το γεγονός ότι ο νοσηλευτικός πληθυσμός είναι αρκετά νέος για να αντέξει καλύτερα τις επιπτώσεις του ιού», λέει η Mangiacavalli, η Ιταλίδα πρόεδρος της νοσηλευτικής ένωσης. Αλλά αυτό που συνέβη με το COVID-19, ως αναφέρει ο De Raeve, δεν είναι κάτι νέο.

Όταν ο Έμπολα έφτασε στην Ευρώπη το 2014, ένας υγειονομικός υπάλληλος μολύνθηκε με τον ιό σε νοσοκομείο της Μαδρίτης. Εκείνο τον καιρό, οι ενώσεις και τα σωματεία των επαγγελματιών υγείας εστίαζαν στην ανάγκη για ατομικά μέσα προστασίας. «Κανείς δεν έδινε σημασία», θυμάται ο De Raeve. Τώρα, το Διεθνές Συμβούλιο Νοσηλευτών (ΙCN) χαρακτηρίζει την κατάσταση «παγκόσμια έκτακτη ανάγκη». Μέχρι τις 18 Μαϊου, σύμφωνα με επιστολή του ICN στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τουλάχιστον 360 νοσηλευτές παγκοσμίως είχαν πεθάνει από την COVID-19. Παρ’όλ’αυτά, πολλά κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Ισπανίας, δεν αναλύουν τα δεδομένα ανά επαγγελματικές κατηγορίες, επομένως αυτός ο αριθμός μπορεί απλά να είναι η κορυφή του παγόβουνου. «Πρέπει να εξασφαλίσουμε την προστασία αυτών που μας προστατεύουν», λέει ο De Raeve.

Το αόρατο αποτύπωμα

Ο αντίκτυπος της COVID-19 παγκοσμίως ήταν και θα συνεχίσει να είναι τεράστιος. Αλλά για το προσωπικό που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερος. Η συναισθηματική υπερφόρτωση και το αίσθημα έλλειψης προστασίας σύντομα προστέθηκαν στον τεράστιο φόρτο εργασίας που σχετίζεται με την πανδημία. Ο Garcia λέει, «Πηγαίνεις στη δουλειά φοβούμενος μην μολύνεις την οικογένειά σου, μην γίνεις φορέας της νόσου».

«Όταν έχεις τριάντα χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας, πολλοί άνθρωποι έχουν εν τω μεταξυ πεθάνει κατά τη διάρκεια της ζωής σου και έχεις συνηθίσει. Αλλά ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις γιατί συμβαίνει μόνο περιστασιακά», προσθέτει ο García. Όμως, η κρίση της COVID-19 μετατράπηκε σε ακατάπαυστο εφιάλτη εν μία νυχτί. Οι ασθενείς πέθαιναν σχεδόν ακατάπαυστα, στις περισσότερες περιπτώσεις μόνοι και μακριά από τις οικογένειές τους. «Είμαστε συνεχώς εκτεθειμένοι στον πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων, αλλά αυτή η κρίση ήταν ένα συναισθηματικό και ψυχολογικό τσουνάμι», λέει ο Rocha. Στην πραγματικότητα, η προκαταρκτική έρευνα από το Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης δείχνει πώς σχεδόν το 80% των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης που ερωτήθηκαν είχαν συμπτώματα άγχους, και το 51% υπέφερε από συμπτώματα που σχετίζονται με την κατάθλιψη. Τόσο ο Rocha όσο και ο Garcia, μίλησαν στο CIVIO για ατελείωτες ώρες εργασίας, για εκατοντάδες ασθενείς που έπρεπε να φροντίσουν, για τον επείγοντα χαρακτήρα και για τον θλιβερό αριθμό νεκρών που έβλεπαν κάθε μέρα. Παρά τη σωματική και πνευματική κόπωση, η δέσμευσή τους ήταν απόλυτη: «Ποτέ μην αφήνεις κανέναν μόνο», λέει η Mangiacavalli.

Για τον De Raeve, αυτή η αποστολή και η επιθυμία να την ολοκληρώσει αντικατοπτρίζει τη δέσμευση του νοσηλευτικού επαγγέλματος, που εορτάζει τη διεθνή χρονιά του το 2020. Λίγοι φαντάστηκαν στις αρχές του τρέχοντος έτους ότι θα πραγματοποιηθεί εν μέσω μιας παγκόσμιας πανδημίας που θα έριχνε φως στην αξία της νοσηλευτικής. Ωστόσο, οι νοσηλευτές υφίστανται υψηλά επίπεδα εργασιακής ανασφάλειας, λέει: στην Ισπανία, οι συμβάσεις εργασίας μερικές φορές διαρκούν μόνο εβδομάδες ή και ημέρες. Στην Ιταλία, οι μισθοί είναι πολύ χαμηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με τον De Raeve, αυτές οι συνθήκες υπάρχουν παρά το υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο νοσηλευτών της Νοτίου Ευρώπης. Στην Πορτογαλία και την Ισπανία, υπάρχει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, οπότε «έχεις ένα καλό και ισχυρό εργατικό δυναμικό και αυτό είναι το πιο σημαντικό», λέει. Αντιθέτως, η Γερμανία, η οποία έχει περισσότερους νοσηλευτές, απαιτεί λιγότερα προσόντα από αυτούς.

Αυτές οι διαφορές μπορεί επίσης να εξηγήσουν γιατί πολλοί νοσηλευτές της Νοτίου Ευρώπης ετοίμασαν βαλίτσες πριν από χρόνια για να εργαστούν σε άλλες περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, σχεδόν το 6% των νοσηλευτών του Εθνικού Συστήματος υγείας, περίπου 19.325 επαγγελματίες, προέρχονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 60% αυτών προέρχονται από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία. Η ένωση SATSE επισημαίνει ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις προηγούμενων χρόνων, περισσότεροι από 5.000 Ισπανοί νοσηλευτές μπορεί να έχουν εργαστεί σε άλλες περιοχές, ενώ, στην περίπτωση της Ιταλίας, η FNOPI εκτιμά ότι ο αντίστοιχος αριθμός μπορεί να είναι 20.000. Οι νοσηλευτές αντιμετωπίζουν τώρα τον φόβο των εξάρσεων και την επιστροφή του ιού. «Μια αναζοπύρωση θα ήταν πολύ χειρότερη. Υπάρχει τόση σωματική και πνευματική εξάντληση που δεν θα μπορούσαμε να καταβάλλουμε την ίδια προσπάθεια, ανεξάρτητα από το πόσο θα θέλαμε», λέει ο García.

Προς το παρόν, οι νοσηλευτές παραμένουν στο πόστο τους, εκτελώντας τα συνηθισμένα καθήκοντά τους και, σε πολλές περιοχές, αναλαμβάνουν επίσης τη λήψη δειγμάτων για τη διεξαγωγή τεστ ή την ιχνιλάτιση επαφών, λέει ο Rocha, εκπρόσωπος του CODEM. Εν τω μεταξύ, διεκδικούν περισσότερη προστασία, καλύτερες συνθήκες εργασίας και την υποστήριξη ειδικών ψυχικής υγείας που μπορούν να βοηθήσουν τους ίδιους και άλλους επαγγελματίες υγείας να ανακάμψουν σωματικά και συναισθηματικά από αυτό που συνέβη. «Εφόσον προέκυψε αυτή η δυσάρεστη κατάσταση, ζητάμε να μην ξεχαστεί και να καταφέρουμε να αποκτήσουμε ένα ενισχυμένο σύστημα υγείας που να περιστρέφεται γύρω από τις ανάγκες των ασθενών», λέει ο García. Αυτό θα μετέτρεπε το χειροκρότημα των 8μμ σε νέο τείχος ενάντια στις μελλοντικές πανδημίες.

Μεθοδολογία

Τα κατά κεφαλήν δεδομένα γιατρών και νοσοκόμων προέρχονται από την Eurostat: στις περισσότερες περιπτώσεις, τα στοιχεία προέρχονται από το 2017, αν και στο Βέλγιο, τη Δανία και τη Σουηδία, οι αριθμοί ανάγονται στο 2016 και στη Φινλανδία στο 2014. Σε όλες τις περιπτώσεις, συγκρίναμε τις κατηγορίες των ενεργών γιατρών και νοσηλευτών, ανά χώρα.

Σε ορισμένες χώρες, τα αριθμητικά στοιχεία για τους ενεργούς νοσηλευτές είναι υπερεκτιμημένα: η Αυστρία και η Λετονία περιλαμβάνουν βοηθούς νοσηλευτών, ενώ η Κύπρος και η Ισπανία περιλαμβάνουν στις μετρήσεις και τις μαίες. Παρά το γεγονός ότι οι μαίες στην Κύπρο και την Ισπανία παίρνουν πτυχίο νοσηλευτικής πριν ειδικευτούν στη μαιευτική και γυναικολογική φροντίδα, η συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών δημοσιεύει ξεχωριστά στοιχεία για τις μαίες. Άλλες χώρες αναφέρουν τεχνητά χαμηλά ποσοστά. Για παράδειγμα, η Τσεχία και η Ουγγαρία δεν μετρούν νοσηλευτές που εργάζονται σε κέντρα φροντίδας, η Εσθονία δεν περιλαμβάνει νοσηλευτές που ειδικεύονται στην ακτινολογία, η Μάλτα δεν μετρά τους αυτοαπασχολούμενους νοσοκόμους, η Πολωνία δεν περιλαμβάνει νοσοκόμους φυλακών και το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρει μόνο δεδομένα του δημόσιου τομέα.

Στην περίπτωση των γιατρών, ορισμένες χώρες αποκλείουν ορισμένες ειδικότητες. Το Λουξεμβούργο, για παράδειγμα, εξαιρεί αιματολόγους, μικροβιολόγους και παθολόγους, η Γερμανία αποκλείει τους γναθο-χειρουργούς και το Βέλγιο αποκλείει τους εσωτερικούς ιατρούς[1].

Επιπλέον, η Ιταλία εκτιμά τον αριθμό των νοσηλευτών που ασκούν το επάγγελμα χρησιμοποιώντας το μητρώο επαγγελματιών που έχουν ολοκληρώσει υποχρεωτική εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια. Η εκτίμηση της Φινλανδίας βασίζεται σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2014, επομένως τα δεδομένα τους ενδέχεται να μην είναι πλέον ακριβή. Τέλος, δεν συμπεριλάβαμε τη Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και τη Σλοβακία, δεδομένου ότι δεν δημοσιεύουν τα ενημερωμένα στοιχεία τους στην Eurostat και οι αριθμοί που αναφέρουν σε εθνικό επίπεδο και στον ΟΟΣΑ δεν αντιστοιχούν στην κατηγορία των επαγγελματιών του ΟΟΣΑ, για γιατρούς και νοσοκόμες. Αποφασίσαμε επίσης να εξαιρέσουμε τη Ρουμανία, δεδομένου ότι στους αριθμούς νοσηλευτών της περιλαμβάνονται εργαζόμενοι, όπως βοηθοί εργαστηρίων και ιατροδικαστές, μεταξύ άλλων.

Για να υπολογίσουμε την αναλογία των νοσοκόμων προς τους γιατρούς, χρησιμοποιήσαμε τα συνολικά δεδομένα γιατρών και νοσοκόμων ανά χώρα που δημοσιεύθηκαν από την Eurostat και όχι τα κατά κεφαλήν στοιχεία. Δεν συμπεριλάβαμε την Ελλάδα και την Τσεχία στον υπολογισμό της αναλογίας, καθώς τα δεδομένα του ιατρικού προσωπικού τους είναι ασυνεπή.

[1]Βλ. και «εσωτερική ιατρική» (Internalmedicine) στα συστήματα υγείας των χωρών της Κοινοπολιτείας.

Αναπαραγωγή σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν το CC BY 4.0

 

Share This