Χρήματα σε τρύπιο βαρέλι. Πρώτα συμπερασμάτα από την πολύμηνη έρευνα- σε εξέλιξη- του MIIR σε συνεργασία με την WWF Ελλάς στα άδυτα των οικονομικών στοιχείων της δασοπυροστασίας στην Ελλάδα.
«Ο άνθρωπος έχει χάσει την ικανότητα να προβλέπει και να προλαμβάνει. Στο τέλος θα καταστρέψει τη γη».
Η φράση αυτή του βραβευμένου με Νόμπελ Ειρήνης θεολόγου και γιατρού Άλμπερτ Σβάιτσερ, θα μπορούσε να περιγράψει ευσύνοπτα τα όσα σχετίζονται και με την δασοπυροπροστασία στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται για μια ιστορία έλλειψης συνέπειας, απουσίας συνέχειας ως προς τη διαχείριση και αδυναμίας πρόληψης που οδηγεί διαχρονικά σε καμένη γη. Μια ιστορία με πολλές άγνωστες παραμέτρους.
Σύμφωνα με ερευνητές, ειδικούς και εμπλεκόμενους στους δαιδαλώδεις μηχανισμούς τις δασοπυροπροστασίας που συνομίλησαν με το Mεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (MIIR), για τις ανάγκες της έρευνας για την καταγραφή των πόρων που δαπανά η χώρα για την πρόληψη αλλά και την καταστολή δασικών πυρκαγιών, και η οποία υλοποιείται με το WWF Ελλάς στο πλαίσιο του προγράμματος Active Citizens Fund των EEA Grants, τα βασικά προβλήματα εντοπίζονται στα εξής κυρίως σημεία: στην κατανομή πόρων και αρμοδιοτήτων των κρατικών φορέων, στην έλλειψη συνέχειας στη νομοθέτηση, αλλά και στην απουσία χάραξης ενιαίας, διαχρονικής στρατηγικής και εφαρμογής των μέτρων δασοπυροπροστασίας, η οποία συναντά πολλά κενά στον έλεγχο της χρηστής διανομής και αξιοποίησης του δημοσίου χρήματος.
Στρεβλά κριτήρια χρηματοδότησης
Ιδιαίτερα σοβαρά είναι τα ερωτήματα που ανακύπτουν όσον αφορά τα κριτήρια με τα οποία η κεντρική διοίκηση διανέμει τα κρατικά κονδύλια στους Δήμους για την πυροπροστασία και για την επάρκεια του ελέγχου που διενεργεί κατόπιν για τον τρόπο που δαπανήθηκαν. Μέσα από την έρευνα και τις συνεντεύξεις με επιστήμονες και εξειδικευμένους υπάλληλους στον τομέα της πολιτικής προστασίας των ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού, εντοπίσαμε περιπτώσεις στρεβλής κατανομής πόρων στην τοπική αυτοδιοίκηση, που έχουν ως αποτέλεσμα την υποχρηματοδότηση περιοχών με μεγάλες δασικές εκτάσεις και υψηλή επικινδυνότητα για την εμφάνιση πυρκαγιάς, αλλά και το αντίθετο: την υπερχρηματοδότηση περιοχών οι οποίες λόγω γεωγραφίας αλλά και επικινδυνότητας δεν έχουν μεγάλες ανάγκες αντιπυρικής προστασίας. Φαίνεται πως είναι κοινός τόπος ότι η κρατική δαπάνη για τη δασοπυροπροστασία χρησιμοποιείται συχνά από τους λήπτες για τη χρηματοδότηση άλλων δραστηριοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Άτομα με σημαντική εμπειρία στον χώρο της Πολιτικής Προστασίας επισήμαναν στο MIIR την ανάγκη η διανομή να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των δήμων, καθώς και την κρίσιμη σημασία που έχει ο έλεγχος της αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων. Επιπλέον προκαλεί σοβαρό προβληματισμό το γεγονός ότι ο έλεγχος της διάθεσης και της ορθής δαπάνης των πόρων από τους Δήμους ανήκει στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση, της οποίας ο ρόλος εμφανίζεται ασθενικός.
Οι ευθύνες των Δήμων
Την ίδια στιγμή οι Δήμοι, που στην πλειοψηφία τους δεν διαθέτουν αντιπυρικά σχέδια, δεν φαίνεται να μεριμνούν με συνέπεια ούτε για τη δημιουργία αυτοτελών τμημάτων πολιτικής προστασίας, παρότι με τον νέο νόμο 4662/2020 υποχρεούνται να το πράξουν, ενώ και στις περιπτώσεις που αυτά υφίστανται, όπως περιέγραψαν εργαζόμενοι σε αυτά στο MIIR, συνήθως είναι υποστελεχωμένα και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο έργο τους.
Η αντιμετώπιση και η αποκατάσταση των επιπτώσεων των δασικών πυρκαγιών φαίνεται πως διαχρονικά προτιμώνται από την κρατική στρατηγική δίνοντας στην πρόληψη σαφώς μικρότερη σημασία. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ειδικούς των δασικών πυρκαγιών που συνομίλησαν με το MIIR στο πλαίσιο της κοινής έρευνας με το WWF, είναι αυτό ακριβώς το στάδιο που αποτελεί και το κρισιμότερο στη μάχη της φωτιάς, η οποία νικιέται καλύτερα πριν ξεσπάσει.
Διπλάσιο το κόστος της δασοπυρόσβεσης συγκριτικά με την πρόληψη
Κι ενώ τα πρώτα στοιχεία της έρευνας δείχνουν πώς ένα μικρό μόλις μέρος του προϋπολογισμού αφιερώνεται στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, την ίδια στιγμή η δασοπυρόσβεση παραμένει πολυδάπανη. Χωρίς να υπάρχει ως τώρα καμία επίσημη καταγραφή του συνολικού κόστους ή κάποια σχετική μελέτη κόστους-οφέλους, οι ενδείξεις από εκθέσεις ειδικών ή επιτροπών που έχουν ερευνήσει το ζήτημα στο παρελθόν είναι ότι το συνολικό κόστος της καταστολής των πυρκαγιών είναι τουλάχιστον διπλάσιο του κόστους πρόληψης, ενώ κάθε δασική πυρκαγιά έχει σημαντικά υψηλό κόστος για κάθε Έλληνα πολίτη. Η κατάσταση, όπως φαίνεται από την έρευνά μας, δεν μοιάζει να έχει αλλάξει μέχρι σήμερα.
Τι πρέπει καταρχήν να γίνει
Τα παραπάνω παραδείγματα μας δείχνουν δύο πράγματα. Πρώτον, χρειάζεται να επανεξεταστεί η κατανομή και διαχείριση των εθνικών κονδυλίων των δασικών πυρκαγιών, και δεύτερον, απαιτείται, όπως δείχνουν τα πρώτα ευρήματα της έρευνας, στοχευμένη ποσοτική ενίσχυση στον τομέα της πρόληψης. Αν δεν συνδέσουμε την τεκμηρίωση της σκοπιμότητας με τις δράσεις θα είναι σαν να ρίχνουμε διαρκώς χρήματα σε ένα τρύπιο βαρέλι. Και αν δεν ενισχύσουμε τομείς όπως η δασική διαχείριση, η υλοποίηση των αντιπυρικών σχεδίων και η κατάρτιση του προσωπικού πολιτικής προστασίας, ο στόχος της μείωσης της έντασης και της έκτασης των δασικών πυρκαγιών, ειδικά υπό το πρίσμα της δυναμικής της κλιματικής αλλαγής, θα μείνει κενό γράμμα.
Αποτέλεσμα των υλοποιημένων μέχρι σήμερα πολιτικών-παρά τις εκκλήσεις των ειδικών- είναι η Ελλάδα να υπολείπεται σημαντικά στην απορρόφηση εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων, ειδικά ως προς το έργο της συστηματικής, οργανωμένης και παραγωγικής πρόληψης των δασικών πυρκαγιών.
Τα στοιχεία αυτά σκιαγραφούν με μελανά χρώματα την υφιστάμενη κατάσταση στο πεδίο της πυροπροστασίας των ελληνικών δασών και καθιστούν αναγκαία τόσο την επανεξέταση της διανομής και του τρόπου ελέγχου της αξιοποίησης των πόρων, όσο και τη χάραξη διαφορετικής πολιτικής, προκειμένου να αποφευχθεί η διαιώνιση του φαινομένου των καταστροφικών δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.