Χάσμα μεταξύ της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων και της πραγματικότητας
- Δραματικά μικρός ο συνολικός αριθμός των αναφορών για διακρίσεις στον Συνήγορο του Πολίτη σε σχέση με την πραγματικότητα
- Τι συμβαίνει με τις διακρίσεις εθνοτικής/φυλετικής καταγωγής και σεξουαλικού προσανατολισμού
- Απροθυμία για ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων κατά των Ρομά
- Ίση μεταχείριση μόνο για πλούσιους Ευρωπαίους
Της Έλλης Ζώτου
17/10/2022
Γυναίκα Ρομά άνεργη με αναπηρία ή τρανς πρόσφυγας μουσουλμάνος. Πόσα στρώματα αποκλεισμού και διακρίσεων μπορούν να χωρέσουν μέσα σε τέσσερις μόλις λέξεις που ταυτόχρονα είναι ταυτοτικές για έναν άνθρωπο;
Πόσες νομικές διατάξεις άραγε θα έπρεπε κανείς να επικαλεστεί σε μια απλή συναλλαγή των δύο παραπάνω συμπολιτών μας με μια δημόσια υπηρεσία ή με μια ιδιωτική επιχείρηση για να πετύχει ίση μεταχείριση με έναν λευκό στρειτ άντρα, ευρωπαίο πολίτη, οικονομικά εύρωστο; Αυτό το ερώτημα ίσως θα μπορούσε πια να είναι θέμα εξετάσεων σε έναν φοιτητή νομικής. Αν όμως προσθέσουμε και την παράμετρο της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας μιας Ευρώπης που οι πολίτες της κάθε μέρα τα τελευταία 12-15 χρόνια βλέπουν τις ζωές τους να χειροτερεύουν και μετά από 2 χρόνια πανδημίας περιμένουν έναν χειμώνα χωρίς θέρμανση ή ρεύμα, τότε η εξίσωση και η πολιτική συζήτηση περί ίσης μεταχείρισης ή πολιτικών κατά των διακρίσεων δυσκολεύει και ξεπερνά την νομική επιστήμη.
Στη χώρα μας την εφαρμογή της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων εποπτεύει ο Συνήγορος του Πολίτη και στο πλαίσιο αυτό εκδίδει κάθε χρόνο και ειδική έκθεση για την «ίση μεταχείριση», όπως θεμελιώνεται στους νόμους 3896/2010 και 4443/2016, καθώς και στον πρόσφατο 4808/2021, ενσωματώνοντας το σχετικό ευρωπαϊκό δίκαιο.
Οι μισές αναφορές αφορούν διακρίσεις σε βάρος των γυναικών
Στην πιο πρόσφατη έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, αυτή του 2021, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο Ιούνιο, καταγράφηκαν 1.054 αναφορές, αριθμός κατά 11% μεγαλύτερος από το 2020. Από αυτές, το 49% αφορούσε διακρίσεις λόγω φύλου, το 25% λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, το 12% λόγω οικογενειακής κατάστασης, το 4% λόγω ηλικίας, 3% λόγω εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, 3% λόγω κοινωνικής κατάστασης, 2% λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, 1% λόγω φυλής ή χρώματος, 1%λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στις διακρίσεις λόγω φύλου η πλειοψηφία τους αφορούν σε διακρίσεις που υπέστησαν γυναίκες στην εργασία κατά την απόκτηση παιδιού, σε μια εποχή που βλέπουμε συντηρητικούς και ακροδεξιούς κύκλους να αμφισβητούν το δικαίωμα της γυναίκας να ορίζει το σώμα της, με την δικαιολογία «της προστασίας της ζωής του αγέννητου παιδιού».
«Σταθερά σε ορίζοντα πενταετίας, ένα ποσοστό 50% των αναφορών που δέχεται ετησίως ο Συνήγορος του Πολίτη ως αρμόδιος εθνικός φορέας για την ίση μεταχείριση, αφορά θέματα διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών», σημειώνει στο MIIR η Καλλιόπη Λυκοβαρδή, Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για το χαρτοφυλάκιο των διακρίσεων. «Εκείνο που παρατηρείται είναι σταθερή ετήσια αύξηση αναφορών για ζητήματα διακρίσεων λόγω αναπηρίας, αλλά και σταδιακή αύξηση σε θέματα που αφορούν διακρίσεις λόγω οικογενειακής κατάστασης. Πχ., διακρίσεις στη μεταχείριση αν κάποιος/α έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και όχι γάμο, αν είναι μονογονέας, θετός γονέας. Αντιθέτως, σταθερή υπο-αναφορικότητα εμφανίζουν τα θέματα που αφορούν την εθνική/φυλετική καταγωγή, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου».
Στις περιπτώσεις των τσιγγάνων και προσφύγων, όπου πηγή των διακρίσεων είναι η διαφορετική εθνική ή φυλετική τους καταγωγή, εκείνο που επιχειρεί να αναδείξει ο Συνήγορος του Πολίτη είναι τα δομικά προβλήματα που υποκρύπτονται και η ιδιαίτερη ευαλωτότητα της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας που δεν εξαντλούνται στην επίλυση μιας ατομικής περίπτωσης ή αναφοράς.
«Οι ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός των τσιγγάνων είναι εξαιρετικά πολύπλοκα και δυσχερώς επιλύσιμα ζητήματα», παρατηρεί η κα Λυκοβαρδή. Την ίδια στιγμή «ένα εκρηκτικό μίγμα δημιουργεί η συρροή διαφορετικών ταυτοτήτων στο ίδιο πρόσωπο, όπως, πχ, γυναίκα Ρομά, γυναίκα πρόσφυγας, ΛΟΑΤΚΙ πρόσφυγας, πρόσφυγας με αναπηρία κλπ, όπου το ενδεχόμενο πολλαπλής και διαθεματικής διάκρισης, είναι πάντα παρόν και πολλαπλά επιβαρυντικό».
Μειωμένες καταγραφές υποθέσεων διακρίσεων εθνοτικής/φυλετικής καταγωγής και σεξουαλικού προσανατολισμού
H ειδική νομοθεσία για τις διακρίσεις έρχεται σε ενσωμάτωση του Ενωσιακού δικαίου. Με τη νομοθεσία αυτή φαίνεται να επιχειρείται περισσότερο η μεταφορά παρά η ουσιαστική επεξεργασία στις εγχώριες ανάγκες και τα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας. Μεγάλο πρόβλημα στη χώρα μας είναι επίσης το γεγονός ότι δεν έχουμε επίσημα συναφή δεδομένα. Το γεγονός αυτό επηρεάζει τόσο τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών όσο και τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των νόμων.
«Είναι προφανές ότι αυτό δυσχεραίνει και το έργο του Συνηγόρου του Πολίτη» σχολιάζει η κα Λυκοβαρδή. «Δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές οι πολιτικές για τους Ρομά αν δεν γνωρίζεις τον ακριβή αριθμό τους ή τον αριθμό επιμέρους ομάδων (πχ ρομά με αναπηρία). Η νομοθεσία διαμορφώνει ένα πλαίσιο προστασίας και αυτό είναι θετικό. Μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για να εξελιχθεί περισσότερο και να επέλθει σταδιακά πρόοδος».
Παράλληλα, στην εφαρμογή του το ισχύον πλαίσιο έχει προβλήματα, με το κύριο να είναι οι μειωμένες καταγραφές
«Εκείνο που διαπιστώνεται είναι ότι υπάρχει μια προφανής αναντιστοιχία μεταξύ των διακρίσεων στο πραγματικό κοινωνικό πεδίο και των αριθμών των αναφορών, δηλαδή 1.000 αναφορές ετησίως», παραδέχεται η κα Λυκοβαρδή. «Ειδικά σε κάποια πεδία της εθνικής/φυλετικής καταγωγής, σεξουαλικού προσανατολισμού που γνωρίζουμε και εμπειρικά ότι οι διακρίσεις που δέχονται αυτά τα άτομα είναι πολύ περισσότερες από αυτές που καταγράφονται σε επίπεδο καταγγελιών».
Μία ακόμη πτυχή αφορά το ζήτημα της δικαστικής προστασίας και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Εκεί το κόστος είναι συνήθως μεγάλο, η νομική βοήθεια δεν είναι πάντα επαρκής και πολλές φορές οι διαδικασίες είναι εξαιρετικά χρονοβόρες και άρα εν τέλει αναποτελεσματικές. «Η δικαιοσύνη όμως θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις σε πολλά ζητήματα» σημειώνει η κα Λυκοβαρδή. «Αλλά και η διοικητική οδός δεν είναι πάντα εύκολη. Το κενό επικοινωνίας των θυμάτων με τους αρμόδιους φορείς είναι μεγάλο. Εκεί πρέπει να βοηθήσουν οι ίδιοι οι φορείς αλλά και οι οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών. Αν δεν πιάσουμε το θεσμικό, δομικό ρατσισμό και τις διακρίσεις ουσιαστικά νομίζω ότι αναλωνόμαστε σε λάθος πεδίο. Έχει σημασία η ατομική προστασία και η αποκατάσταση του θύματος και θα πρέπει αυτή να επιδιώκεται με κάθε τρόπο», καταλήγει η ίδια.
Απροθυμία για την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου κατά των διακρίσεων των Ρομά
«Η νομοθεσία έχει ορισμένα προβλήματα γιατί αυτό που δεν είναι προφανές είναι ότι οι διακρίσεις αφορούν μια καθημερινότητα στη λειτουργία του κράτους, η οποία κάποιες φορές περνάει εκτός της λειτουργίας του ελέγχου του Συνηγόρου του Πολίτη» τονίζει ο Ανδρέας Τάκης, πρόεδρος του ΔΣ της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και επίκουρος καθηγητής στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη, ο οποίος έχει διατελέσει Γενικός Γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Εσωτερικών (2009-2011) και Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, υπεύθυνος του Κύκλου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (2003-2009).
Επιπλέον, συνεχίζει ο κ. Τάκης, «ο Συνήγορος του Πολίτη αδυνατεί να πιάσει πολλαπλά φαινόμενα διακρίσεων αποτελεσματικά επειδή η λειτουργία του δεν έχει ένα χαρακτήρα που αναγκάζει, είναι συμβουλευτική. Έχουμε ένα τεράστιο αριθμό καθημερινών διακρίσεων που διαπλέκονται η μια με την άλλη και αποκλείουν ολόκληρους πληθυσμούς, όπως είναι η περίπτωση των Ρομά. Έχει γίνει μεγάλη κουβέντα εδώ και χρόνια, αλλά πολιτικά συνεχώς ανατρέπεται σε επίπεδο ΕΕ (σ.σ. κυρίως από χώρες με μεγάλους πληθυσμούς ρομά), ώστε να βγει επιτέλους μια ειδική οδηγία, εξειδικευτική των άλλων δύο, για τους Ρομά στην Ευρώπη».
Δυστυχώς με την ένταση της κοινωνικής επισφάλειας της εποχής μας, οι οριζόντιες κοινωνικές εντάσεις αυξάνονται και τα όργανα του κράτους που ασκούν τη διαχείριση στην καθημερινότητα της κοινωνικής ζωής, όπως είναι η αστυνομία, εμφανίζουν συχνότατα μια τεράστια γκάμα διακρισιακών συμπεριφορών.
Ωστόσο, δεν οδεύουν όλα προς τη λάθος κατεύθυνση. Ο Αν. Τάκης υπενθυμίζει την προσπάθεια ανανέωσης της νομοθεσίας και σε άλλα πεδία, όπως τις ομάδες LGBTQ. «Αυτό επικεντρώθηκε στη χώρα μας εμβληματικά στα ζητήματα του συμφώνου συμβίωσης» καταδεικνύει.
Ευρωπαϊκές διακρίσεις για τους μη Ευρωπαίους
Υπάρχει και μια άλλη πελώρια τρύπα που αφορά και την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η ιδέα των διακρίσεων και της καταπολέμησης των διακρίσεων στην ΕΕ ως ενιαίο χώρο δικαιοσύνης, ασφάλειας και ελευθερίας είναι κάτι το οποίο ναι μεν έχει τη διακηρυκτική αναφορά στα δικαιώματα του ανθρώπου και στην ίση μεταχείριση, αλλά το “concept” από κάτω έχει να κάνει με την ελεύθερη διακίνηση των προσώπων επί ίσοις όροις μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο ως εργαζομένων.
«Το ζήτημα είναι να υπάρχει εναλλαξιμότητα όλων των διαβιούντων εντός της ΕΕ ως των ηλεκτρονίων μιας μεγάλης αγοράς. Αυτό όμως αφορά πρωτίστως τους Ευρωπαίους» επισημαίνει ο κ. Τάκης. «Δεν είναι σαφές τι από αυτά που έχουν να κάνουν με την ίση μεταχείριση αφορούν τους λεγόμενους υπηκόους τρίτων χωρών, τους μη Ευρωπαίους πολίτες. Αυτό είναι κρίσιμο γεγονός δεδομένου ότι ζούμε σε περιστάσεις εδώ και 20 χρόνια μαζικής μετανάστευσης, είτε αυτή έχει την μορφή της προσφυγιάς, είτε της οικονομικής μετανάστευσης και με πολλαπλές μορφές ένταξης των ανθρώπων στον κοινωνικό ιστό των ευρωπαϊκών χωρών, κυρίως εν όψει και των χρόνων της παραμονής τους που συσσωρεύεται.
Έχουμε ανθρώπους που είναι 30 χρόνια, 20, 10, 5 χρόνια ή λίγους μήνες. Ποιο είναι το σημείο που αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να επωφεληθούν της ίσης μεταχείρισης που υπόσχεται η ευρωπαϊκή νομοθεσία; Μόνο αν γίνουν ευρωπαίοι πολίτες…» υπογραμμίζει ο κ. Τάκης
Για όλους τους άλλους, συνεχίζει, «υπάρχει μήπως ένα σημείο και μετά όπου η διακρισιακή συμπεριφορά είναι κάτι προς καταπολέμηση ασχέτως αν είσαι ευρωπαίος, ακόμα και από την πρώτη ημέρα που είσαι εδώ; Το να σου φέρεται απάνθρωπα η αστυνομία γιατί μόλις σε βρήκαν στον Έβρο είναι κάτι που δεν έχει να κάνει με τις διακρίσεις φυλής και από που έρχεσαι ή εθνικής καταγωγής ή θρησκευτικής; Οπότε αυτό είναι ένα ζήτημα που βρίσκεται στην καρδιά ενός δυσεπίλυτου θέματος της ετερότητας στην ΕΕ ως χώρο δημοκρατίας και ελευθερίας, αν το εννοεί. Αυτά είναι και τα καυτά ζητήματα που θα τεθούν τα επόμενα χρόνια. Δεν είμαι αισιόδοξος», καταλήγει ο Ανδρέας Τάκης
Απαιτείται πολιτική βούληση και ιδεολογική δουλειά
Για τον Δημήτρη Χριστόπουλο, καθηγητή Πολιτειολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρώην πρόεδρο της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δεν γίνεται να μην έχουμε διακρίσεις σε μια ταξική κοινωνία. «Κάποιοι είναι πάντα κάτω από τους άλλους, κάποιες φορές είναι το κριτήριο του φύλου, κάποια στιγμή ήταν οι γυναίκες», σχολιάζει ο κ. Χριστόπουλος. «Αυτό άρχισε να αμβλύνεται από εκεί και ύστερα νέες ομάδες μπαίνουν στην ιστορία, οι μειονότητες, βάλτε μέσα και ότι όλες αυτές τις ομάδες έχουν τις δικές τους εσωτερικές διαστρωματώσεις δηλαδή η γυναίκα πρόσφυγας, η γυναίκα άνεργη τσιγγάνα, πολλαπλές ιδιότητες που επικάθονται φτιάχνοντας μια κρούστα διακρίσεων που είναι ουσιαστικά αδιαπέραστες».
Για για να αρχίσει να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα δεν αρκεί να πούμε ότι έχουμε νόμους, σύμφωνα με τον κ. Χριστόπουλο. «Θέλει πολλή βούληση πολιτική, πάρα πολύ ιδεολογική δουλειά, προκειμένου η κοινωνία να αρχίσει να δέχεται ότι μια εκλεγμένη κυβέρνηση ασχολείται με το να άρει και να αμβλύνει τις κοινωνικές διακρίσεις», καταλήγει.
This article has been produced within the project “INGRID. Intersecting Grounds of Discrimination in Italy” financed by the European Commission, Rights, Equality, Citizenship programme 2014-2020.